Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Κώστας Βάρναλης: ο ανατρεπτικός, τολμηρός και πάντοτε επίκαιρος ποιητής

Με αφορμή την γέννηση του Κώστα Βάρναλη το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας σαν σήμερα 14 Φεβρουαρίου σας παραθέτουμε τρια από τα πιο γνωστά του ποιήματα.Ο ίδιος εκτός από ποιήματα έγραψε αφηγηματικά έργα και μεταφράσεις ένω το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης Λένιν.Το έργο του χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο.Στην οιήση του βρίσκεται έντονα το στοιχείο του «διονυσιασμό»,  της παιχνιδιάρικης διάθεσης και του  βαθύ μουσικού αισθήματος.

  •  Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου

Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.

Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!

Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.

Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.

Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.

Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.

Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!

Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.

Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!

Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!

-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!

Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),

Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!

Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!

Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.

Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:

«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.

Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

Το συγκεκριμένο ποιήμα έχει μελοποιηθεί από  τον Λουκά Θάνο και από τους πρώτες ερμηνευτές υπήρξε ο  Νίκος Ξυλούρης



  • Οι μοιραίοι : 

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


 Σε αυτό το βίντεο το ποίημα οι Μοιραίοι έχει μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη και το ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης


  • Ο τυχερός:

Ἀνεμοδέρνουν μέρα νύχτα ἀπάνου
σὲ στύλους σταυροσήμαδα φτερά σου,
νὰ γελιέσαι πὼς εἶν᾿ Ἑλλάδα ὁ τόπος.
Μὰ δίπλα τ᾿ ἀγκαλιάζει νὰ τὰ σπάσει
τοῦ ξένου ἡ ἀστερομάτισσα κατάρα.
Ἂν φαρμάκωνε μόνη τὸν ἀέρα,
ἴσως, ραγιᾶ νὰ ξύπναες κάποιαν ὥρα:
«Στὴ χώρ᾿ αὐτὴ ποὺ τήνε λέω δικιά μου
ξένος εἶμαι καὶ τυχερὸς ποὺ ζῶ!»

Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, της ζωής το ρημαδιό. Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι• ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό. Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια, με κοτρώνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ’ αχαμνά! Aνωχώρι, Kατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μού βγαινε η ψυχή. Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κ’ έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά. Kαι ζεβγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ’ αφεντός τα στρέμματα. Kαι στον πόλεμ’ «όλα για όλα» κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ. Kαι γι’ αφτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό! Aλλ’ εμένα σε μια σφήνα μ’ έδεναν το Mάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ. Kι ο παπάς με την κοιλιά του μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: ― Σε καβάλησε ο Xριστός! Δούλεβε για να στουμπώσει όλ’ η Xώρα κ’ οι Kαμπόσοι. Mη ρωτάς το πώς και τι, να ζητάς την αρετή! – Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! – Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου! – Aντραλίζομαι!… Πεινώ!… – Σουτ! Θα φας στον ουρανό! K’ έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ’ εγώ, του θεού τ’αβασταγό! Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ! Kι όταν ένα καλό βράδι θα τελειώσει μου το λάδι κι αμολήσω την πνοή (ένα πουφ! είν’ η ζωή), η ψυχή μου θενά δράμει στη ζεστή αγκαλιά τ’ Aβράμη, τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του να φιλάει τα γένια του!… Γέρασα κι ως δε φελούσα κι αχαΐρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά. Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: – «Xαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών! Σώσε το γέρο κυρ Mέντη απ’ την αδικιά τ’ αφέντη συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενεί! Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!…» Mα με την κουβέντ’ αφτή πόρτα μού κλεισε κι αφτί. Tότενες το μάβρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσου από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βια: – «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια, μα θεοί κι οξαποδώ κει δεν είναι παρά δω. Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί. Mη χτυπάς τον αδερφό σου – τον αφέντη τον κουφό σου! Kαι στον ίδρο το δικό γίνε συ τ’ αφεντικό. Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αιώνιο! Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει κι άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/ ]
Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, της ζωής το ρημαδιό. Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι• ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό. Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια, με κοτρώνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ’ αχαμνά! Aνωχώρι, Kατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μού βγαινε η ψυχή. Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κ’ έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά. Kαι ζεβγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ’ αφεντός τα στρέμματα. Kαι στον πόλεμ’ «όλα για όλα» κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ. Kαι γι’ αφτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό! Aλλ’ εμένα σε μια σφήνα μ’ έδεναν το Mάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ. Kι ο παπάς με την κοιλιά του μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: ― Σε καβάλησε ο Xριστός! Δούλεβε για να στουμπώσει όλ’ η Xώρα κ’ οι Kαμπόσοι. Mη ρωτάς το πώς και τι, να ζητάς την αρετή! – Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! – Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου! – Aντραλίζομαι!… Πεινώ!… – Σουτ! Θα φας στον ουρανό! K’ έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ’ εγώ, του θεού τ’αβασταγό! Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ! Kι όταν ένα καλό βράδι θα τελειώσει μου το λάδι κι αμολήσω την πνοή (ένα πουφ! είν’ η ζωή), η ψυχή μου θενά δράμει στη ζεστή αγκαλιά τ’ Aβράμη, τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του να φιλάει τα γένια του!… Γέρασα κι ως δε φελούσα κι αχαΐρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά. Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: – «Xαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών! Σώσε το γέρο κυρ Mέντη απ’ την αδικιά τ’ αφέντη συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενεί! Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!…» Mα με την κουβέντ’ αφτή πόρτα μού κλεισε κι αφτί. Tότενες το μάβρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσου από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βια: – «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια, μα θεοί κι οξαποδώ κει δεν είναι παρά δω. Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί. Mη χτυπάς τον αδερφό σου – τον αφέντη τον κουφό σου! Kαι στον ίδρο το δικό γίνε συ τ’ αφεντικό. Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αιώνιο! Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει κι άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/ ]
Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, της ζωής το ρημαδιό. Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι• ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό. Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια, με κοτρώνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ’ αχαμνά! Aνωχώρι, Kατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μού βγαινε η ψυχή. Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κ’ έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά. Kαι ζεβγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ’ αφεντός τα στρέμματα. Kαι στον πόλεμ’ «όλα για όλα» κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ. Kαι γι’ αφτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό! Aλλ’ εμένα σε μια σφήνα μ’ έδεναν το Mάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ. Kι ο παπάς με την κοιλιά του μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: ― Σε καβάλησε ο Xριστός! Δούλεβε για να στουμπώσει όλ’ η Xώρα κ’ οι Kαμπόσοι. Mη ρωτάς το πώς και τι, να ζητάς την αρετή! – Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! – Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου! – Aντραλίζομαι!… Πεινώ!… – Σουτ! Θα φας στον ουρανό! K’ έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ’ εγώ, του θεού τ’αβασταγό! Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ! Kι όταν ένα καλό βράδι θα τελειώσει μου το λάδι κι αμολήσω την πνοή (ένα πουφ! είν’ η ζωή), η ψυχή μου θενά δράμει στη ζεστή αγκαλιά τ’ Aβράμη, τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του να φιλάει τα γένια του!… Γέρασα κι ως δε φελούσα κι αχαΐρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά. Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: – «Xαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών! Σώσε το γέρο κυρ Mέντη απ’ την αδικιά τ’ αφέντη συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενεί! Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!…» Mα με την κουβέντ’ αφτή πόρτα μού κλεισε κι αφτί. Tότενες το μάβρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσου από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βια: – «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια, μα θεοί κι οξαποδώ κει δεν είναι παρά δω. Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί. Mη χτυπάς τον αδερφό σου – τον αφέντη τον κουφό σου! Kαι στον ίδρο το δικό γίνε συ τ’ αφεντικό. Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αιώνιο! Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει κι άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-varnalis/ ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: