Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Λορέντζος Μαβίλης (1860 – 1912)

Ένας ποιητής και βουλευτής που θυσιάστηκε για την Πατρίδα

Στις 28 Νοεμβρίου 1912 έπεσε υπέρ Πατρίδος ο Λορέντζος Μαβίλης στον Δρίσκο. Σε ηλικία 53 ετών και, παρότι υπήρξε βουλευτής, δεν δίστασε να πολεμήσει για την απελευθέρωση των σκλάβων αδελφών της Ηπείρου. Τότε ήταν διάσημος ποιητής και θα μπορούσε να μείνει στην ασφάλεια των μετόπισθεν. Κανένας δεν θα τον κατηγορούσε και λόγω ηλικίας. Και όμως το τόλμησε.
Δεν έχουμε στην Ελληνική Ιστορία ανάλογο παράδειγμα. Βουλευτής να φορά την στρατιωτική στολή και να μάχεται στην πρώτη γραμμή. Και να πέφτει ηρωικά, για να τιμήσει με το αίμα του την γεμάτη αγώνα και δημιουργία ζωή του. Στο ύψωμα του Δρίσκου ένα σεμνό μνημείο θυμίζει τον Ήρωα ποιητή που κόσμησε τις σελίδες της Λογοτεχνίας μας και το Πάνθεον των Ηρώων της Ιστορίας μας.

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε το 1860 στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως πρόεδρος των δικαστηρίων της Ιονίου Πολιτείας, και είχε Ισπανική καταγωγή. Ο παππούς του εκ πατρός, Δον Λορέντζο Μαβίλης, ήταν πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα, παντρεύτηκε κι εγκαταστάθηκε εκεί. Η μητέρα του ποιητή ήταν επίσης Κερκυραία και ονομαζόταν Ιωάννα Καποδίστρια – Σούφη (ανιψιά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια). Στην Κέρκυρα πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Ο ποιητής πήγε Γυμνάσιο στο εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» κι είχε δάσκαλο τον Ιωάννη Ρωμανό ο οποίος τον σύστησε στην Αναγνωστική Εταιρεία, όπου σύχναζαν όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων κι εκεί γνώρισε τον Ιάκωβο Πολυλά, εκδότη του Διονυσίου Σολωμού. Το 1878 γράφτηκε στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία εγκατέλειψε ένα χρόνο αργότερα, για να σπουδάσει στην Γερμανία φιλολογία, γλωσσολογία και φιλοσοφία.
Οι σπουδές συνεχίστηκαν επί δεκατέσσερα χρόνια και επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε (έχει γράψει και σονέτο με τίτλο «Υπεράνθρωπος»), την «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του ορθολογικού Ιμμάνουελ Καντ, και από την «Βουλησιαρχία» του απαισιόδοξου Αρθούρου Σοπενχάουερ. Ασχολήθηκε με τα σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μετέφρασε αποσπάσματα από το ινδικό έπος Μαχαμπχαράτα.
Το 1890 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Έρλαγκεν της Βαυαρίας.
Κατά την παραμονή του στη Γερμανία, ασχολήθηκε με την σύνθεση λυρικών ποιημάτων (κύρια σονέτων), και σκακιστικών προβλημάτων που δημοσιεύτηκαν σε γερμανικά έντυπα.
Το 1893 επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή, συνδέθηκε δε ιδιαιτέρως με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Κατόπιν στρατεύτηκε και το 1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας. Το 1896 συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης, πολεμώντας μαζί με τους αντάρτες στα κρητικά βουνά. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο Μαβίλης συγκέντρωσε εβδομήντα Κερκυραίους εθελοντές και πήγαν να πολεμήσουν στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι. Τα έξοδα της εκστρατείας των εθελοντών αυτών τα κάλυπτε ο ίδιος. Γίνεται ο ενθουσιώδης κήρυκας του ξεσηκωμού το 1909 και το 1910.
Το 1910 εξελέγη βουλευτής Κερκύρας του κόμματος των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου στην αναθεωρητική Βουλή. Ιστορική θα μείνει η αγόρευσή του για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας όταν συζητιόταν το άρθρο 107 του συντάγματος. «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν». («Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής», Β’ Αναθεωρητική Βουλή, 1911, σελ. 689, συνεδρίασις 36).
Ο ακέραιος χαρακτήρας του και η μη προσαρμογή του στο ρεύμα της συναλλαγής που επικρατούσε (ρουσφέτι), συντέλεσε στο να μην εκλεγεί βουλευτής στις επόμενες εκλογές.

Ο αγώνας και η θυσία του στον Δρίσκο Ιωαννίνων

Ο Λορέντζος Μαβίλης με στολή Γαριβαλδινού λοχαγού
Στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912 ο Μαβίλης παρά τα 53 του χρόνια κατετάγη εθελοντής λοχαγός των Γαριβαλδινών ερυθροχιτώνων. (Ονομαζόταν Γαριβαλδινοί οι εθελοντές Έλληνες και ξένοι από το όνομα του αρχηγού τους, Ιταλού στρατηγού, Γαριβάλδη. Ερυθροχίτωνες λέγονταν λόγω του κόκκινου χιτώνα που φορούσαν.) Εκείνη την εποχή ο Μαβίλης ήταν το βασιλόπουλο του παραμυθιού για μια μεγάλη ποιήτρια, την κυρία Θεώνη Δρακοπούλου ή Μυρτιώτισσα, όπως φιλολογικά επέλεξε να ονομάζεται. Η αγάπη αυτή, όσο σαγηνευτικό δόλωμα κι αν ήταν, δεν μπόρεσε να τον κρατήσει κοντά της. Η φωνή της πατρίδας κάλυψε τη φωνή της καρδιάς. «Σ’ αγαπώ/ δεν μπορώ/ τίποτ’ άλλο να πω/ πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!» έγραφε για ‘κείνον η ερωτευμένη ποιήτρια. Μα αυτός τραβούσε για τα μεγάλα ιδανικά «στην κορφή της ζωής, όπου ροδίζει/ της Λευτεριάς αμόλευτος αγέρας/ και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας/ η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει» Όχι πως δεν αγαπούν και οι ποιητές «μα τους θεριεύει ο πόθος του θανάτου/ με τ’ αγιασμένα δαφνοστέφανά του».
Στις 28 Νοεμβρίου 1912 στο χωριό Δρίσκος, κοντά στα Γιάννενα, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρή αντεπίθεση κατά των Γαριβαλδινών εθελοντών που ήδη είχαν προχωρήσει πολύ. Ο Μαβίλης μάχεται ηρωικά, επικεφαλής των στρατιωτών του που αποδεκατίζονται απ’ τα εχθρικά βόλια.
Σε μια στιγμή της μάχης μια σφαίρα του διατρυπά τα δύο μάγουλα χαλώντας και πολλά δόντια του. Ενώ μεταφέρεται αιμόφυρτος στο προσωρινό νοσοκομείο θα πει αυτά τα λόγια στους συμπολεμιστές του : “Περίμενα πολλές τιμές, από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου”. Στη συνέχεια ένα δεύτερο βόλι τον βρήκε στο στόμα. Εκείνη τη στιγμή έφτανε στο χειρουργείο και ο αρχηγός, Αλέξανδρος Ρώμας. Είδε τον Μαβίλη και κατάλαβε. «Σε συγχαίρω απ’ την καρδιά μου!» λέει δίνοντάς του το χέρι. Ο Μαβίλης μάζεψε τις στερνές του δυνάμεις, στάθηκε προσοχή και πήρε το χέρι του αρχηγού. Το αίμα που έτρεχε σ’ όλο το δρόμο απ’ τις πληγές των παρειών του πάγωνε το λαιμό του και του δυσκόλευε την αναπνοή. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Τους κάνει νοήματα να του δώσουν χαρτί, να γράψει.

Αλλά δεν προφταίνει ούτε να γράψει. Ο Πιπίνος Γαριβάλδης, ο μόνος εκείνη τη στιγμή στρατιωτικός, στέκεται προσοχή και τον χαιρετάει. Οι άλλοι σταυροκοπιούνται. Ο Μαβίλης είναι πλέον νεκρός, ξαπλωμένος στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής. Τον έχουν σκεπάσει με τον ματωμένο μανδύα του. Έχει περάσει πλέον στην αιωνιότητα κερδίζοντας «δώρα άγια τρία: ΘΑΝΑΤΟ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ Κ’ ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ» όπως το ήθελε. Η ανάμνησή του στοιχειώνει στην ψυχή και στην ποίηση της γυναίκας που τόσο πολύ τον αγάπησε της Μυρτιώτισσας!
Τι άλλο καλέ μου
Τι άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα

και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,

αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,

κι ας είσαι νεκρός πλημμυρούν από Σένα;

Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα

τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,

γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,

αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!

Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;

Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου

και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου

για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.

                                                                        Μυρτιώτισσα
Αυτός ήταν ο Λορέντζος Μαβίλης! Μια μορφή ξεχασμένη από τους πολλούς στο πέρασμα του χρόνου, ζει μέσα στις καρδιές των αγνών Ελλήνων και φωτίζει με την θυσία του το δύσβατο μονοπάτι των ιδανικών και των οραμάτων τους!

Δεν υπάρχουν σχόλια: